- καματάρης
- οθηλ. -α και -ισσα εργάτης που ασχολείται σε κοπιαστικές δουλειές και ιδίως γεωργικές, εργάτης, γεωργός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καματάρης — ο, θηλ. καματάρα και καματάρισσα εργάτης που ασχολείται με κοπιαστική εργασία, και κυρίως εργάτης τών αγρών, αγρότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + άρης (πρβλ. βαρκ άρης, νοικ άρης)] … Dictionary of Greek
καματάρικος — η, ο [καματάρης] 1. καματάρης*, ασχολούμενος με κουραστική εργασία 2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι») … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek